Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



ἔμεινεν


Ερμηνεία:

 (ἔμεινε σ' αυτόν) [[γ΄πρόσωπο. ενικού του. αορ. οριστ. του ρ. μένω (μένω, περιμένω, ευχαριστιέμαι σε κάτι, διαμένω, διατρίβω)]



Ετυμολογία:

[< [(Όμηρ.), μένω. Καινή Διαθήκη: 118 φορές]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

...καὶ ἄλλο δὲν τοῦ ἔμεινεν εἰμὴ ἡ παλιὰ πατατούκα....[Ο έρωτας στα χιόνια].



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: