Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



ἐχειρομύλιζεν


Ερμηνεία:

[γ΄πρόσωπο ἑνικοῦ τοῦ παρατατ. ὁριστικῆς τοῦ ρ. χειρομυλίζω (ἀλέθω κάποιο δημητριακὸ μὲ χειρόμυλο] βλ. χειρομυλίζει



Ετυμολογία:

< (Ὅμηρος) ἡ χείρ, τῆς χειρὸς (τὸ χέρι) Καινὴ Διαθήκη: 705 φορὲς + μύλη < (Στράβων) μύλος (μυλόπετρα)

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

Δὲν ἐχειρομύλιζεν ὁ παπᾶς, ἐχειρομύλιζεν ἡ γειτόνισσα, ἡ πολυλογοὺ καὶ ψεύτρα, τοῦ ἄσματος τοῦ μπάρμπα-Γιαννιοῦ. Διότι τοιοῦτον  ...[Ὁ ἔρωτας στὰ χιόνια].



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: