Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



ἐκχύνων


Ερμηνεία:

[μετοχή ενεστ. αρσενικού γένους του ρ. ἐκχύνω [ὁ ἐγχύνων, ἡ ἐγχύνουσα, τό ἐγχύνον\



Ετυμολογία:

[< (Όμηρ.) ἐκχέω, Καινή Διαθήκη: 27 φορές (χύνω κάτι προς τα έξω, εκτείνω, απλώνω σε κάποια επιφάνεια, αδειάζω σκεύος από υγρό, (μεταφ.) καταναλίσκω, σπαταλώ]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

...διὰ νὰ ξεχάσῃ ἢ διὰ νὰ ζεσταθῇ, ἐπανήρχετο εἰς τὸ παλιόσπιτο τὸ μισογκρεμισμένον, ἐκχύνων εἰς τραγούδια τὸν πόνον του: [Ο έρωτας στα χιόνια



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: