ἄσπρα, τὰ
Ερμηνεία:
[ο πλούτος, τα χρήματα]
Ετυμολογία:
[το άσπρον (αρχικά βυζαντινό και στη συνέχεια τουρκικό νόμισμα ευτελούς αξίας. Άσπρα λέγανε τα χρήματα επί Τουρκοκρατίας] < Μεσαιων. άσπρον < Λατ. asprum < asperum, ουδ. του asper (τραχύς). Τα ασημένια νομίσματα είχαν στην αρχή τραχεία επιφάνεια, nummi as
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
Διότι δὲν ἦτο πλέον νέος, οὔτε εὔμορφος, οὔτε ἄσπρα εἶχεν. Ὅλα αὐτὰ τὰ εἶχεφθείρει πρὸ χρόνων πολλῶν, μαζὶ μὲ τὸ καράβι, εἰς τὴν θάλασσαν, εἰς τὴν ...[Ο έρωτας στα χιόνια]..
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|
|
|