ἀποκτήσει, εἶχεν
Ερμηνεία:
[γ΄εν. πρόσωπο, υπερσυντ. του ρ. αποκτώ (κερδίζω, γίνομαι κάτοχος κάποιου αντικειμένου, κάνω παιδιά]
Ετυμολογία:
[< (Ὅμηρος.) ἀποκτάομαι, ἀποκτῶμαι < Μεσαίων. ἀποκτῶ (ἀπὸ + κτῶ)
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
…. Εἶχεν ἀποκτήσει, ἀπὸ τὰ μερδικά του…. [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|