Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



ψηλά, τά


Ερμηνεία:

[ψηλός, -ή, -ό, ψηλοί, -ές, -ά] αυτός που έχει μεγάλο ύψος ή ύψος μεγαλύτερο του συνηθισμένου.  



Ετυμολογία:

[(Όμηρ.) Καινή Διαθήκη < υψηλός, -ή, -ό]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

Εἶχε φορέσει ἀγγλικὲς τσόχες, βελούδινα γελέκα, ψηλ καπέλα, εἶχε κρεμάσει καδένες χρυσὲς μὲ ὡρολόγια, εἶχεν ἀποκτήσει χρήματα· ἀλλὰ τὰ ἔφαγεν ὅλα  ...[Ο έρωτας στα χιόνια].



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: