Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



χρυσές, οι


Ερμηνεία:

 [εν. η χρυσή (χρυσός, -ή, -ό, (Αρχ.) χρυσούς, χρυσή, χρυσούν)]



Ετυμολογία:

[< (Όμηρ.), Καινή Διαθήκη 18 φορές ο χρυσός (πλύτιμο μέταλλο)]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

... Εἶχε φορέσει ἀγγλικὲς τσόχες, βελούδινα γελέκα, ψηλὰ καπέλα, εἶχε κρεμάσει καδένες χρυσς μὲὡρολόγια, εἶχεν ἀποκτήσει  ... [Ο έρωτας στα χιόνια].



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: