χρήματα, τά
Ερμηνεία:
[εν. το χρῆμαα του χρήματος (κάποιο χρήσιμο πράγμα, τα χρήματα (περιουσία, αγαθα, βίος, κατάσταση, τα καλά)]
Ετυμολογία:
[< ((Όμηρ.)) χρήμα, Καινή Διαθήκη 6 φορές (Μαρκ., Λουκ.) < (Όμηρ.) χρή (πρέπει) + καταλ. επίθημα –μα (πράγμα)]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
... εἶχεν ἀποκτήσει χρήματα...[Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|