χιόνες, αἱ
Ερμηνεία:
(τα χιόνια) [βλ. χιόνια, χιών]
Ετυμολογία:
[(Όμηρ.) ὴ χιών, Καινή Διαθήκη (Ματθ.. 28,3, Αποκάλ. 1,14].
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
.. Ἐπάνω εἰς τὰ βουνὰ χιόνες, κάτω εἰς τὸν κάμπον χιονόνερον. [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|