τέκνον, τό
Ερμηνεία:
(του τέκνου, τα τέκνα) [το παιδί, ο γόνος]
Ετυμολογία:
[<(Όμηρ.)), Καινή Διαθήκη 99 φορές]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
....Εἶχε νυμφευθῆ, καὶ εἶχε χηρεύσει, εἶχεν ἀποκτήσει τέκνον, καὶ εἶχεν ἀτεκνωθῆ.... [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|