πρωί, τό
Ερμηνεία:
(τοῦ πρωινοῦ, τα πρωινά, των πρωινῶν) [η χρονική περίοδος από της ανατολής του ήλιου μέχρι το μεσημέρι]
Ετυμολογία:
[< (Όμηρ.)πρωί (χρονικό επιρρ, Καινή Διαθήκη 12 φορές]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
Καρδιὰ τοῦ χειμῶνος. Χριστούγεννα, Ἅις-Βασίλης, Φῶτα. Καὶ αὐτὸς ἐσηκώνετο τὸ πρωί, ἔρριπτεν εἰς τοὺς ὤμους τὴν παλιὰν ...
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|