Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



ποτήρια, τὰ


Ερμηνεία:

[το ποτήριον, του ποτηρίου][γυάλινο δοχείο ποικίλου μεγέθους με το οποίο πίνεται το νερό ή το κρασί ή άλλα ποτά]



Ετυμολογία:

[<(Όμηρ.) η ποτής, της ποτῆτος (η πόση, το ποτόν, πιοτό) < (Ευριπίδης) ο ποτήρ, του ποτῆρος (κύπελο πόσης οίνου ή νερού) < (Ηρόδοτος, Αττική διάλεκτος) ποτήριον, το, Καινή Διαθήκη 31 φορές]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

… ἀφοῦ ἔπινεν ὀλίγα ποτήρια διὰ νὰ ξεχάσῃ ἢ διὰ νὰ ζεσταθῇ,… [Ο έρωτας στα χιόνια].



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: