Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



πατατούκαν, τὴν


Ερμηνεία:

 [ πατατούκα, οἱ πατατοῦκες] [ἀνδρικό, κοντό πανωφόρι ἤ ἐπενδύτης ἀπό χονδρό μάλλινο ὕφασμα]



Ετυμολογία:

[< Ιταλ. patatucco]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

...ρριπτεν εἰς τοὺς μους τὴν παλιὰν πατατούκαν του,...[Ο έρωτας στα χιόνια].

Συχνὰ ὅταν ἐπανήρχετο τὸ βράδυ, νύκτα, μεσάνυκτα, καὶ ἡ σκιά του, μακρά, ὑψηλή, λιγνή, μὲ τὴν πατατούκαν φεύγουσαν καὶ γλιστροσαν ἀπὸ τοὺς μους  .. … [Ο έρωτας στα χιόνια].



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: