παρασταθῇ, νὰ
Ερμηνεία:
[γ΄πρόσωπο ενικού του παθητικού αορίστου του ρ. παρίσταμαι (είμαι παρών, παρευρίσκομαι)]
Ετυμολογία:
[< (Όμηρ.) παρίστημι (στέκομαι ή έρχομαι να σταθώ πλησίον), Καινή Διαθήκη . 41 φορές]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
...διὰ νὰ μὴ παρασταθῇ γυμνὸς καὶ τετραχηλισμένος, αὐτὸς καὶἡ ζωή του καὶ αἱ πράξεις του... [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|