παραλίαν, τὴν
Ερμηνεία:
(η παραλία, της παραλίας, αι παραλίαι, των παραλιών) [ζώνη της στεριάς που έρχεται σε επαφή με το χείλος της θάλασσας, το φάρδος της οποίας φθάνει τα 20-30 μέτρα]
Ετυμολογία:
[< θηλ. του επιθ. παράλιος (Καινή Διαθήκη, Λουκ. 6,17) < παρά +(Όμηρ.) ἡ. ἅλς, τῆς ἁλός (θάλασσα) και ἅλς < Αρχ. ὁ ἅλς (αλάτι)]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
... ἐνῷ κατέβαινε τὸ πρωὶ εἰς τὴν παραλίαν, διὰ νὰ μπαρκάρῃ σύντροφος μὲ καμμίαν βρατσέραν εἰς μικρὸν ναῦλον, ἢ διὰ νὰ πάγῃ... [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|