παλαιόν, τό
Ερμηνεία:
[παλαιός, -ά, -όν] [αυτός που έχει διατηρηθεί για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα ή πολλά χρόνια, αυτός που έχει μεγάλη ηλικία, αυτός που έχει φθαρεί, αχρηστευθεί, ξεπεραστεί]
Ετυμολογία:
[< (Όμηρ.) παλαιός, ά, όν, Καινή Διαθήκη . 19 φορές]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
... ἀγοράν, μορμυρίζων, ἐνῷ κατέβαινεν ἀπὸ τὸ παλαιὸν μισογκρεμισμένον σπίτι, μὲ τρόπον ὥστε να τὸν ἀκούῃ ἡ γειτόνισσα [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|