ξένην, τὴν
Ερμηνεία:
[ο ξένος, η ξένη, το ξένον (αυτός που προέρχεται από άλλη χώρα, αυτός που φιλοξενείται από κάποιον, ό,τι δεν είναι δικό μας)] [Ο έρωτας στα χιόνια].
Ετυμολογία:
[< (Όμηρ.) ξείνος, -η, -ον < (Αρχ.) ξένος, -η, ον,(ο φιλοξενούμενος, αλλοδαπός, αλλοεθνής), Καινή Διαθήκη. 14 φορές]…
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
...διὰ νὰ πάγῃ μὲ ξένην βάρκαν νὰ βγάλῃ κανένα χταπόδι ἐντὸς τοῦ λιμένος.…
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|