Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



ναῦλος, ὁ


Ερμηνεία:

ναλος, ὁ (γεν. του ναύλου, πλ. οι ναλοι), αλλά και το ναλο, τα ναλα 



Ετυμολογία:

[(Αρχ.) ναῦλος < ναῦς (πλοίο)] [το αντίτιμο της μεταφοράς με πλοίο ανθρώπων ή εμπορευμάτων, τα απαραίτητα χρήματα για τα έξοδα ταξιδίου ή μεταφοράς ανθρώπων ή προϊόντων (ιδίως με πλοίο), φορτίο πλοίου (βλ. μπαρκάρω)]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

… διὰ νὰ μπαρκάρῃ σύντροφος μὲ καμμίαν βρατσέραν εἰς μικρὸν ναῦλον…. [Ο έρωτας στα χιόνια].



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: