Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



κρεμάσει, εἶχε


Ερμηνεία:

[γ΄πρόσωπο ενικού, υπερσυντελίκου, οριστ. του ρ. κρεμώ]



Ετυμολογία:

[(Όμηρ.) Καινή Διαθήκη 7 φορές < κρεμάνυμι (κρεμώ, αναρτώ, κρέμομαι, αιωρούμαι)]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

… εἶχε κρεμάσει καδένες χρυσὲς μὲ ὡρολόγια…. [Ο έρωτας στα χιόνια].



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: