γηραιὸς, -ά, -όν
Ερμηνεία:
[άτομο μεγάλης ηλικίαςγερασμένος, ,-η, -ο,, γέρος]
Ετυμολογία:
[< (Όμηρ.) το γήρας (τα γεράματα) < γηράσκω]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
Ο μπάρμπα-Πύπης,γηραιός φίλος μου, είχεν επτά ή οκτώ καπέλα, διαφόρων χρωμάτων, [Πάσχα Ρωέϊκο]
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|