γείτονα, τον
Ερμηνεία:
[ο γείτονας, θηλ. η γειτόνισσα (αυτός που βρίσκεται κοντά στο σπίτι μας, ο κοντινός κάποιου)]
Ετυμολογία:
[(< Όμηρ. ο γείτων, γεν. του γείτονος, πλ. οι γείτονες γεν. των γειτόνων Καινή Διαηκη. Λουκ, Ιωανν.) < γέα, γη]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
… κάμε κ' ἐμένα γείτονα μὲ τὴν γειτόνισσά σου… [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|