Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



βελούδινος, -η, -ο


Ερμηνεία:

 πλ. τα βελούδινα [στιλπνό, χνουδωτό, πολυτελές ύφασμα από βαμβάκι ή μαλλί και μετάξι] αυτός που είναι κατασκευασμένος από βελούδινο ύφασμα] 



Ετυμολογία:

[< Μεσαιων. βελούδο < Λατ. Villutus < Λατ. villus < Βεν. Veludo]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

... Εἶχε φορέσει ἀγγλικὲς τσόχες, βελούδινα γελέκα, ψηλὰ καπέλα, εἶχε κρεμάσει καδένες χρυσὲς μὲ ὡρολόγια, εἶχεν ἀποκτήσει ...[Ο έρωτας στα χιόνια].



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: