Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



βάρκαν, την


Ερμηνεία:

[η βάρκα, της βάρκας, αι βαρκαι (λέμβος, μικρό σκάφος, συνήθως ξύλινο ή σήμερα από πλαστικό, που κινείται με κουπιά ή ιστίο ή εσωλέμβια ή εξωλέμβια μηχανή και χρησιμοποιείται για μικρές μετακινήσεις στη θάλασσα]



Ετυμολογία:

[< Μεσαιων Λατ. barca < barica < baris < η βάρις, της βάριδος (πλοιάριο με ευρύ πυθμένα) < Κοπτικά bari]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

… ἢ διὰ νὰ πάγῃ μὲ ξένην βάρκαν νὰ βγάλῃ κανένα χταπόδι ἐντὸς τοῦ λιμένος …. [Ο έρωτας στα χιόνια].



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: