Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



αρχίσει, είχεν (ἀρχίσει, εἶχεν)


Ερμηνεία:

[γ΄ενικό πρόσωπο παρατατικού οριστικής του ρ. αρχίζω (κάνω την αρχή, αρχινώ, αρχινίζω, ξεκινώ)]



Ετυμολογία:

[< [(Όμηρ.) αρχή, η (το ξεκίνημα, αφορμή, αιτία) + -ίζω < Μεσαιωνικά (αρχίζω)]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

 ….. Εἶχεν ἀρχίσει τὸ στάδιόν του μὲ αὐτὴν τὴν πατατούκαν….[Ο έρωτας στα χιόνια].



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: