Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



άτεκνωθή, εἶχεν


Ερμηνεία:

 [γ΄πρ. εν. υπερσυντέλικου του ρ. ατεκνούμαι (στερούμαι των τέκνων μου)]



Ετυμολογία:

[α (στερ.) + (< (Όμηρ.)) τέκνον (παιδί, γόνος) < τίκτω (γεννώ)]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

Εἶχε νυμφευθῆ, καὶ εἶχε χηρεύσει, εἶχεν ἀποκτήσει τέκνον, καὶ εἶχεν ἀτεκνωθή ... [Ο έρωτας στα χιόνια]



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: