Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

υπαίτιος

     ipétios    
culprit

     κάλπριτ    

Ερμηνεία:

Ο ένοχος, ο φταίχτης, ο δράστης, η δράστις, αυτός που έκανε το έγκλημα ή το λάθος.



Ετυμολογία:



Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

Is Culprit-Lesion-Only PCI in Cardiogenic Shock Still Better at 1 Year? Adriaenssens T, Van de Werf F.N Engl J Med. 2018 Nov 1;379(18):1775-1776.

More Than One Culprit for Nonceliac Gluten/Wheat Sensitivity.Volta U, Caio G, De Giorgio R.Gastroenterology. 2018 Jul;155(1):227. 

Was osteomyelitis the culprit? Beath B.Ostomy Wound Manage. 2015 Sep;61(9):8.



Συνώνυμα:





 Δείτε σχετικές φωτογραφίες της Google »


© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Ιατροδικαστική: