περίθλαση
peri΄thlasi
diffraction
dιφράξιον
Ερμηνεία:
Η αλλαγή των κατευθύνσεων και των εντάσεων μιας ομάδας κυμάτων μετά τη διέλευσή τους από κάποιο εμπόδιο ή δια μέσου ενός ανοίγματος του οποίου το μέγεθος είναι περίπου το ίδιο, όσο το μήκος κύματος αυτών των κυμάτων.
Η περίθλαση είναι αντιστρόφως ανάλογη προς το εύρος της σχισμής ή του εμποδίου. Όσο μικρότερη είναι η σχισμή δια της οποίας διέρχεται το φως, τόσο μεγαλύτερη είναι η περίθλαση
Ετυμολογία:
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
Novel organic NLO material bis(N-phenylbiguanidium(1+)) oxalate - A combined X-ray diffraction, DSC and vibrational spectroscopic study of its unique polymorphism. Matulková I, Císařová I, Vaněk P, Němec P, Němec I. Spectrochim Acta A Mol Biomol Spectrosc. 2016 Jul 14;170:256-266. doi: 10.1016/j.saa.2016.07.023.
Συνώνυμα:
<(Latin.) diffrāctus (μετοχή αορίστου του ρήματος < dis-, εκτός, apart + frangere, σπάω, to break)< (Latin.) diffraction
Δείτε σχετικές φωτογραφίες της Google »
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Φυσική:
|