Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

επιπλήττω

     epiplιto    
chastise

     τσαστάϊζ    

Ερμηνεία:

Mαλώνω κάποιον. Τιμωρώ κάποιον



Ετυμολογία:



Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

Politicians chastise Australia's science institute. Dennis C.Nature. 2006 Jun 8;441(7094):674-5.

[Right to chastise and child abuse].Becker W.Ther Ggw. 1974 Aug;113(8):1382, 85-6, 8.

Private law enforcement in Norwegian history: the husband's right to chastise his wife.Naeshagen FL.Scand J Hist. 2002;27(1):19-29.

 



Συνώνυμα:





 Δείτε σχετικές φωτογραφίες της Google »


© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Ψυχολογία: