βαρβιτουρικά
varviturika΄
barbiturates
bαρbίτσιουρετς
Ερμηνεία:
Φάρμακα, παράγωγα του βαρβιτουρικού οξέος, που χρησιμοποιούνται ώς αντισπασμωδικά, υπνωτικά ή ηρεμιστικά.
Ετυμολογία:
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
Bin Wang, Jun He, Shahab A. Shamsi
J Chromatogr Sci. Author manuscript; available in PMC 2011 May 19.
Published in final edited form as: J Chromatogr Sci. 2010 August; 48(7): 572–583
Marek Majdan, Walter Mauritz, Ingrid Wilbacher, Alexandra Brazinova, Martin Rusnak, Johannes Leitgeb
J Neurotrauma. 2013 January 1; 30(1): 23–29. doi: 10.1089/neu.2012.2554
Συνώνυμα:
Δείτε σχετικές φωτογραφίες της Google »
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Φαρμακολογία:
|