αϋπνία
aipni΄a
insomnia
ινσόμνια
Ερμηνεία:
Η αδυναμία ενός ατόμου να κοιμηθεί. Η έλλειψη ύπμου έχει ως αποτέλεσμα το άτομο να μην αισθάνεται επαρκώς ξεκούραστο την επόμενη ημέρα.
Η χρόνια αϋπνία υπάρχει όταν ένα άτομο έχει δυσκολία να κοιμηθεί ή μένει άυπνο τουλάχιστον 3 νύχτες την εβδομάδα για ένα μήνα ή και περισσότερο. Οξεία αϋπνία μπορεί να διαρκέσει τουλάχιστον για λίγες νύχτες μέχρι λίγες εβδομάδες.
Ετυμολογία:
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
Vivek Pillai, Thomas Roth, Christopher L. Drake
Sleep. 2015 Jan 1; 38(1): 127–138. Published online 2015 Jan 1. doi: 10.5665/sleep.4338
Brady A. Riedner, Michael R. Goldstein, David T. Plante, Meredith E. Rumble, Fabio Ferrarelli, Giulio Tononi, Ruth M. Benca
Sleep. 2016 Apr 1; 39(4): 801–812. Published online 2016 Apr 1. doi: 10.5665/sleep.5632
Alexandros N. Vgontzas, Julio Fernandez-Mendoza, Duanping Liao, Edward O. Bixler
Sleep Med Rev. Author manuscript; available in PMC 2014 Aug 1.
Published in final edited form as: Sleep Med Rev. 2013 Aug; 17(4): 241–254. Published online 2013 Feb 16.doi: 10.1016/j.smrv.2012.09.005
Συνώνυμα:
Δείτε σχετικές φωτογραφίες της Google »
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Ψυχιατρική:
|