Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

απογαλακτίζω

         
wean off

         

Ερμηνεία:

Κάνω κάποιον να σταματήσει σταδιακά  κάτι που του αρέσει και έχει συνηθίσει , ειδικά ένα φάρμακο ή μια κακή συνήθεια

Διακόπτω τον μητρικό θηλασμό. Αποκόπτω, διακόπτω κάποια θεραπεία.



Ετυμολογία:



Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

Weaning off high-flow oxygenation in bronchiolitis. Korppi M.Acta Paediatr. 2019 Nov;108(11):2063. 

Simple and Reversible Venoarterial Extracorporeal Membrane Oxygenation Wean-Off Simulation Using Inflow-Outflow Bridging.
Nordan T, Couper GS, Kawabori M.J Cardiothorac Vasc Anesth. 2020 Jun 7:S1053-0770(20)30504-8. 
 
Weaning Off Prognosis Factors of Home Parenteral Nutrition for Children With Primary Digestive Disease.
Petit LM, Girard D, Ganousse-Mazeron S, Talbotec C, Pigneur B, Elie C, Corriol O, Poisson C, Goulet O, Colomb V.J Pediatr Gastroenterol Nutr. 2016 Mar;62(3):462-8.


Συνώνυμα:





 Δείτε σχετικές φωτογραφίες της Google »


© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παιδιατρική: