Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ακινητοψία

     akinitopsi΄a    
akinetopsia

     ακινέτόψα    

Ερμηνεία:

Μειωμένη ικανότητα αντίληψης της κατεύθυνσης ή της ταχύτητας της κίνησης ενός αντικειμένου, παρ’ ότι η όραση είναι κατά τα άλλα ικανοποιητική. H ακινητοψία είναι σπάνιο σύνδρομο. Ο ασθενής χάνει την ικανότητα αντίληψης της όρασης των κινήσεων, λόγω αμφοτερόπλευρης βλάβης στον εγκεφαλικό φλοιό, εκτός από το ραβδωτό φλοιό.



Ετυμολογία:



Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:



Συνώνυμα:
τύφλωση κίνησης, motion blindness





 Δείτε σχετικές φωτογραφίες της Google »


© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Οφθαλμολογία: