Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

αβακτήριος

     avaktίrios    
abacterial

     αbακτίριαλ    

Ερμηνεία:

Xωρίς βακτηρίδια, άνευ βακτηριδίων, αυτός που δεν προκαλείται από βακτηρίδια, ο στείρος .



Ετυμολογία:



Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

[Diagnosis and treatment of abacterial category III CP/CPPS, associated with herpes viruses].Evdokimov VV, Kovalyk VP, Malinovskaya VV, Shuvalov AN, Kushch AA.Urologiia. 2019 Jul;(3):23-30.

Interventions for chronic abacterial prostatitis.McNaughton C, Mac Donald R, Wilt T.Cochrane Database Syst Rev. 2001;1999(1):CD002080.

Seminal suPAR Levels as Marker of Abacterial Male Accessory Gland Inflammation in Hypogonadism.Milardi D, Grande G, Autilio C, Mancini F, De Marinis L, Marana R, Zuppi C, Urbani A, Pontecorvi A, Baroni S.Protein Pept Lett. 2018;25(5):478-482. 



Συνώνυμα:





 Δείτε σχετικές φωτογραφίες της Google »


© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Βιοπαθολογία: