συνδέτης
sinδe΄tis
ligand
λίγκανd
Ερμηνεία:
Μόριο που συνδέεται με συνδετική θέση πρωτεΐνης. Συνδέτης ή συνδέσιμο είναι οποιαδήποτε ενδογενής ή εξωγενής ουσία, η οποία μπορεί να συνδέεται με έναν υποδοχέα ή ένα σημείο σύνδεσης. Παράδειγμα: Για τους αδρενεργικούς υποδοχείς η αδρεναλίνη είναι ένα ενδογενές συνδέσιμο μόριο, ενώ η προπρανολόλη είναι εξωγενές συνδέσιμο.
Ετυμολογία:
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
Rajashri Sridharan, Jeffrey Zuber, Sara M. Connelly, Elizabeth Mathew, Mark E. Dumont
Biochim Biophys Acta. Author manuscript; available in PMC 2015 January 1.
Published in final edited form as: Biochim Biophys Acta. 2014 January; 1838(1 0 0): 15–33. Published online 2013 September 18.doi: 10.1016/j.bbamem.2013.09.005
BRENDAN D’SOUZA, LAURENCE MELOTY-KAPELLA, GERRY WEINMASTER
Curr Top Dev Biol. Author manuscript; available in PMC 2015 January 7.
Published in final edited form as: Curr Top Dev Biol. 2010; 92: 73–129. doi: 10.1016/S0070-2153(10)92003-6
Hakime Öztürk, Elif Ozkirimli, Arzucan Özgür
PLoS One. 2015; 10(2): e0117874. Published online 2015 February 17. doi: 10.1371/journal.pone.0117874
J.K. Aronson. Prescribers' Journal 26, 6, 163-165, 1986.
Συνώνυμα:
συνδέσιμο
Δείτε σχετικές φωτογραφίες της Google »
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Φαρμακολογία:
|