ρηξικέλευθος
rixike΄lefthos
groundbreaking
γκράουνdbρεϊκιν
Ερμηνεία:
Αυτός που ανοίγει νέους δρόμους, πρωτποριακός, επαναστατικός, τολμηρός, προοδευτικός. Εγκαίνια εργασιών, συνεδρίου, κλπ.
Ετυμολογία:
ρληγνυμι (ρηγνύω) + κέλευθος (δρόμος) , ground (έδαφος) + breaking (θραύων, αυτός που σπάζει)]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
Sara S. Faria, Carlos F. M. Morris, Adriano R. Silva, Micaella P. Fonseca, Patrice Forget, Mariana S. Castro, Wagner Fontes
Front Oncol. 2017; 7: 13. Published online 2017 Feb 20. doi: 10.3389/fonc.2017.00013
Zosia Kmietowicz
BMJ. 2007 Dec 15; 335(7632): 1230. doi: 10.1136/bmj.39426.697153.DB
Susan Fisher
J Clin Invest. 2008 Apr 1; 118(4): 1210. Published online 2008 Apr 1. doi: 10.1172/JCI35350
Συνώνυμα:
Δείτε σχετικές φωτογραφίες της Google »
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Ιατρικό λεξιλόγιο:
|