εξωφρενικός, -ή, -ό
exofrenikós, -í, -ó
outrageous
αουτρέϊτζιους
Ερμηνεία:
Αυτός που είναι έξω φρενών, έξω από οποιαδήποτε λογική, ο παράλογος
Ετυμολογία:
έξω + [(Όμηρ.) η φρήν, γεν. της φρηνός, αι φρένες, των φρενών (το μυαλό, ο μυς του διαφράγματος, που χωρίζει την κοιλότητα του θώρακα από την κοιλότητα της κοιλιάς) < φρενικός (αυτός που ανήκει στις φρένες, το μυαλό]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
Is it truly outrageous to consider radical prostatectomy for men with metastatic prostate cancer? Gautam G. Indian J Urol. 2014 Oct;30(4):366-7. doi: 10.4103/0970-1591.139593.
The forsaken mental health of the Indigenous Peoples - a moral case of outrageous exclusion in Latin America. Incayawar M, Maldonado-Bouchard S. BMC Int Health Hum Rights. 2009 Oct 29;9:27. doi: 10.1186/1472-698X-9-27.
Συνώνυμα:
Δείτε σχετικές φωτογραφίες της Google »
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Ιατρικό λεξιλόγιο:
|