διαρκής
δiarkís
sustained
σαστέϊνd
Προφορά
Ερμηνεία:
Αυτός που δεν περιορίζεται από το χρόνο ή άλλες αλλαγές, ο συνεχής. ο συντηρούμενος.. Ένας ήχος, που διαρκεί.
Το ρήμα sustain έχει τις εξής μεταφράσεις: διατηρώ, κρατώ, συγκρατώ, συντηρώ, υφίσταμαι, υπόκειμαι σε, παθαίνω, υποστηρίζω, ισχυρίζομαι επιβεβαιώνω, επικυρώνω.
Ετυμολογία:
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
Sustained Improvement in Neonatal Intensive Care Unit Safety Attitudes After Teamwork Training.Murphy T, et al. J Patient Saf 2018. PMID 25909825
Significance of Leaders for Sustained Use of Evidence-Based Practices: A Qualitative Focus-Group Study with Mental Health Practitioners. Egeland KM, et al. Community Ment Health J 2019. PMID 31190179 Free PMC article
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Ιατρικό λεξιλόγιο:
|