βενζοδιαζεπίνες
venzoδiazepi΄nes
benzodiazepines
bένζοdαϊάζεπινς
Ερμηνεία:
Φάρμακα, που ανήκουν στα ελάσσονα ηρεμιστικά. Δρουν κατά του άγχους (αγχολυτικά), των σπασμών (σπασμολυτικά), δρουν ψυχοκατευναστικά και προκαλούν μυοχάλαση (μυοχαλαρωτικά).
Ετυμολογία:
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
S DASARATHY, K MULLEN
Gut. 1998 June; 42(6): 764–765.
Magnus P Ekström, Anna Bornefalk-Hermansson, Amy P Abernethy, David C Currow
BMJ. 2014; 348: g445. Published online 2014 January 30. doi: 10.1136/bmj.g445
Falk Hoffmann
Ger Med Sci. 2013; 11: Doc10. Published online 2013 July 18. doi: 10.3205/000178
Συνώνυμα:
Δείτε σχετικές φωτογραφίες της Google »
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Φαρμακολογία:
|