αναζωπύρωση
anazopi΄rosi
resurgence
ρισέτζενς
Προφορά
Ερμηνεία:
Επανεμφάνιση συμπτωμάτων και σημείων μιας παθολογικής κάτάστασης, που είχε ιαθεί ή είχε τεθεί υπό έλεγχο ή είχε καταλήξει να υπάρχει σε λανθάνουσα κατάσταση. Ανάκτηση καινούργιας ζωής, σθένους και δύναμης.

Ετυμολογία:
<(Πλούταρχος, Ξενοφῶν) ἀναζωπύρωσις < ἀναζωπυρῶ]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
Justin M Cohen, David L Smith, Chris Cotter, Abigail Ward, Gavin Yamey, Oliver J Sabot, Bruno Moonen
Malar J. 2012; 11: 122. Published online 2012 Apr 24. doi: 10.1186/1475-2875-11-122
Carlos R. X CanÇado, Kennon A Lattal
J Exp Anal Behav. 2011 May; 95(3): 271–287. doi: 10.1901/jeab.2011.95-271
Federico Galetto, Valerio Acocella, Luca Caricchi
Nat Commun. 2017; 8: 1750. Published online 2017 Nov 24. doi: 10.1038/s41467-017-01632-y
Συνώνυμα:
revival
Δείτε σχετικές φωτογραφίες της Google »
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Ιατρικό λεξιλόγιο:
|