Ελληνο-Αγγλικό Ιατρικό λεξικό
Εnglish-Greek Medical Lexicon
Δρ Δημήτριος Ν. Γκέλης
Λεξικό Παπαδιαμάντη
Ελληνο-Γερμανο-Αγγλικό Ιατρικό Λεξικό
English-German-Greek Medical Lexicon
Deutsch-Englisch-Griechisch Medizinisches Lexikon
Αναζητήστε
Ελληνική
λέξη:
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Αναζητήστε
Αγγλική
λέξη:
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
ανέπαφος
ane΄pafos
contactless
κόντακτλες
Ερμηνεία:
Ετυμολογία:
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Ιατρικό λεξιλόγιο:
κρίσιμος, -η, -ο
άγχω
ομοιότητα, η
oπισθοϊνιακός, -ή, -ό
οπό-
Ψψ
δημοσίευση (επιστημονική ανακοίνωση)
αποτρέπω
αβαθής, -ής, -ές
παράμετρος, η
πικολινικός, -ή, -ό
ιδίοις όμμασι
χαλαρός, -ή, -ό
αποθανών πρόσφατα, ο αείμνηστος, -ή, -ό
αποχρώσεις
προλαβαίνω τον καρκίνο
τρομώδης
λίκνισμα
ομόλογος, -η, -ο
ανήσυχος, -η, -ο
απoκαλύπτω
α, A (άλφα)
διαταραγμένος
περιορισμός
αποτρόπαιος, -ή, -ό
απαίσιος, -ή, -ό
φρικαλέος, -α, -ο
υπερβολικός, -ή, -ό
εξωφρενικός, -ή, -ό
ορθολογικός
λεπτός, -ή, -ό
υποστηρίζω
χαρακτηριστικό γνώρισμα
αντιρροπιστικός, -ή, -ό
απληροφόρητος, -η, -ο
εύρωστος
δικαιολογώ
εγγύηση
υποχώρηση
αποβάλλω
προκαλώ χάος
ανώμαλα [επίρρημα]
ανωμαλία
α, A (άλφα)
εναρκτήριο λάκτισμα
σημειωτέον
μεταξύ των άλλων
προαναφερθείς, προαναφερθείσα, προαναφερθέν
ἐκ τῶν ὤν οὐκ ἄνευ
δείκτης
επίμαχος
εναρμονισμένος, -η, -ο
υπολογίζω (λογαριάζω)
ενεργοποιώ
διαφεύγω
αλφάβητον, το
υποθετικά
μειώνω σταδιακά
τεχνητός χλοοτάπητας
χειραγώγηση γνώμης
απατηλός, -ή, -ό
απατηλός
δήλωση
ρηξικέλευθος
δηλώνω
διαρροή
φάρσα
φούντωμα
μικρές ώρες
φτυάρι
ανέπαφος
ενίσχυση
επικρατών
διευκόλυνση
υποθέτω
εικασία
παγίωση
αδιαφιλονίκητος
ξεθωριάζω
εξατομικεύω
παρόμοιος με κάποιον
επιδεινώνομαι
αναπτύσσω
αναζωπύρωση
στυλοβάτης
ανακάλυψη
ωμέγα, (Ω, ω)
ήπιος
υποκύπτω
χρυσός κανόνας
δίνη
επιβεβαιώνω
εκ των προτέρων
υποθέτω
ιατρική ορολογία
ασταθής
συνωμοτώ
απάτη
αποκάλυψη
εξαφανίζομαι
εντολή
ξηρό δέρμα
αποφεύγω τον ήλιο
ακατάλληλος
αντιφρονών
λαθραίος, , -α, -ο
καταδικάζω
απειλή
επισταμένη έρευνα
επιμέλεια
διαρκής
περιορισμός
ελλοχεύω
αποτρέπω
εφαρμόζω
μακροημερεύω
ξέσπασμα
μετατόπιση
αρχίζω να επιδρώ
διάσωση
επιβάλλω
ανώφελος
καταστέλλω
ανταλλαγή
εντείνω
περιορίζω
εντείνω την προσπάθεια
θολωτός
σαστίζω
παλεύω
αβέβαιος
εξαλείφω
oυγγιά
πρωτοστάτης
σταματώ απότομα
μοχθηρός
καθαρή τύχη
εξ υπαρχής
απ(ο), αφ-
πίσω, προς τα πίσω
εγκαταλείπω
αντικριστός, ή, ό,
αποζημίωση
δρακόντιος
κακούργος
φαινομενικά
ένοχος (δράστης, δράστις, υπαίτιος)
αβάσιμη κατηγορία
εξακολουθώ
βοηθητικός
απόκτηση
ανταρσία
ισχυρισμός
δυσφημώ, δυσφημίζω
εντελώς
κόλπο
παρηκμασμένος
Οδηγός Πρώτων Βοηθειών
Τι πρέπει να κάνετε αν φτάσετε πρώτοιστο σημείο ενός ατυχήματος;
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος,
Ωτορινολαρυγγολόγος, Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Φλάμπουρο Λουτρακίου, 20300, Τ. 27440 23768, 6944280764
Dr. Dimitrios N. Gkelis, MD, DDS, PhD, ORL
*