Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ανακύκληση ή ρυθμός μετατροπής

     anaki΄kli i΄ rithmo΄s metatropi΄s    
turnover

     τέρνόβερ    

Ερμηνεία:

Aπελευθέρωση ή επαναπρόσληψη ή επανασύνθεση ενός συστατικού σε ένα ζώντα οργανισμό  π.χ. ενός κυττάρου, ιστού, νευροδιαβιβαστή, ορμόνης, κλπ. 



Ετυμολογία:



Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

Examining the temporal relationship between psychological climate, work attitude, and staff turnover, εξετάζοντας τις παροδικές σχέσεις μεταξύ του ψυχολογικού κλίματος, εργασιακής κατάστασης και ανακύκλησης του προσωπικού [J Subst Abuse Treat. Feb 2013; 44(2): 193–200. 

Elevation of serum alkaline phosphatase (ALP) level in postmenopausal women is caused by high bone turnover. Η άνοδος του επιπέδου της αλκαλικής φωσφατάσης στις μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες οφείλεται στην υψηλή οστική ανακύκληση [Aging Clin Exp Res. 2014 Dec 23]



Συνώνυμα:





 Δείτε σχετικές φωτογραφίες της Google »


© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Φυσιολογία,: